συμπεριωδεύθη

συμπεριωδεύθη
συμπερϊωδεύθη , σύν-περιοδεύω
go all round
aor ind pass 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συμπεριοδεύω — Α [περιοδεύω] 1. ακολουθώ την πορεία κάποιου 2. (κατ επέκτ.) ταξιδεύω μαζί με άλλον, συνταξιδεύω 3. παθ. συμπεριοδεύομαι (για τόπο) περιγράφομαι επίσης κατά την περιοδεία κάποιου («τούτῳ δέ τινα συμπεριωδεύθη καὶ τῆς Αἰγύπτου καὶ τῆς Αιθιοπίας»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”